parquet$58143$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

parquet$58143$ - translation to ελληνικό

ORNATE WOODEN FLOOR DESIGN
Parquet; Parquet floor; Parquet flooring; Parquet floors; Parqet
  • Parquet Versailles

parquet      
v. ψηφίδω σανίδωμα

Ορισμός

parquet
['p?:ki, 'p?:ke?]
¦ noun
1. flooring composed of wooden blocks arranged in a geometric pattern.
2. N. Amer. the orchestra pit or ground floor of an auditorium.
Derivatives
parqueted adjective
parquetry noun
Origin
C17 (as v.): from Fr., lit. 'small park' (i.e. delineated area).

Βικιπαίδεια

Parquetry

Parquet (French: [paʁkɛ]; French for "a small compartment") is a geometric mosaic of wood pieces used for decorative effect in flooring.

Parquet patterns are often entirely geometrical and angular—squares, triangles, lozenges—but may contain curves. The most popular parquet flooring pattern is herringbone.